- φουρνόπανο
- τοη πάνα του φούρνου που χρησιμοποιείται για το καθάρισμά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουρνόπανο — το, Ν κομμάτι από ύφασμα, πάνα για τον καθαρισμό τού φούρνου … Dictionary of Greek
πανιστής — και παννιστής, ο [παν(ν)ίζω] 1. αυτός που καθαρίζει τον φούρνο με πανί, με φουρνόπανο 2. η πανιαρα, το φουρνόξυλο … Dictionary of Greek